HeadShort.png

Κυριακή του Λουκᾶ ΙΓ΄. Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας

 

Περί τοῦ ἐπερωτήσαντος τόν Ἰησοῦν, Κεφάλαιον ΙΗ΄

«Τὸν ρώτησε κάποιος ἀπὸ τοῦς ἄρχοντες· Δάσκαλε ἀγαθέ, μὲ τί πράξεις θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Δὲν εἶναι κανένας ἀγαθὸς παρὰ μόνο ὁ Θεός. Τίς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴ μοιχέψης, μή φονεύσης, μήν κλέψης, μήν ψευδομαρτυρήσης. Νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα καὶ τή μητέρα σου. Κι ἐκείνος εἶπε· αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε· Ἕνα σοῦ ἀπομένει μονάχα· πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχοὺς· ἔτσι θ’ ἀποχτήσης θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Κί ἔλα, ἀκολούθησέ με. Ἐκεῖνος ὕστερ’ ἀπ’αὐτὸ ἔπεσε σὲ λύπη, γιατὶ ἦταν πολύ πλούσιος».

Περισσότερα: Κυριακή του Λουκᾶ ΙΓ΄. Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας

24/11 O πλού­σι­ος νεανίσκος [†Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου]

2019 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 24 - ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ (Λουκ. 18, 18-27)

(Διασκευή ομιλίας στα Κολομόδια, στις 24/11/1991)

Το μεγαλύτερο λάθος

Ακούσαμε στο Ευαγγέλιο για ένα νεαρό που είχε πόθο να κληρονομήσει τη Βασιλεία των ουρανών. Και πήγε στο Χριστό και του είπε:
-Κύριε τι πρέπει να κάνω για να την κληρονομήσω τη Βασιλεία των ουρανών;
Ο Χριστός τον ρώτησε, αν τηρεί τις εντολές του Θεού. Εκείνος απάντησε, «τις τηρώ από τα νειάτα μου, από μικρό παιδί».
Τότε ο Χριστός του είπε:
-Αν θέλεις να γίνεις τέλειος και να την αποκτήσεις τη Βασιλεία του Θεού με σιγουριά, άφησε αυτά που έχεις. Μοίρασέ τα στους φτωχούς και έλα να γίνεις μαθητής μου, κήρυκας, απόστολος. Και θα έχεις εκατό τοις εκατό σίγουρη τη Βασιλεία των ουρανών, «έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς». Θα πάρεις ένα μεγαλύτερο θησαυρό στον ουρανό.
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο νεαρός, έφυγε λυπημένος γιατί είχε πολλά και τα αγαπούσε και δεν ήθελε να τα στερηθεί. Έδειξε βέβαια στην αρχή με τα λόγια ότι είχε πόθο βαθύ για τη Βασιλεία των ουρανών. Αλλά λοξοδρόμησε.
Αναζητούμε τη Βασιλεία του Θεού, αλλά με κακή αντίληψη. Την θεωρούμε σαν να είναι κάτι το φτηνό. Κάποιο προβατάκι, κάποιο μικρό περιβόλι, κάποιο δωμάτιο, κάποιο αυτοκίνητο το πολύ-πολύ. Και γι’ αυτό δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε κάτι από αυτά, για τη Βασιλεία του Θεού. Μερικοί μάλιστα την θεωρούν τόσο φτηνό πράγμα, ώστε δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν το βράδυ προσευχή, να πάνε την Κυριακή στην Εκκλησία, να νηστεύσουν Τετάρτη και Παρασκευή...
Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος. Γι' αυτό ο σωτήρας και Διδάσκαλός μας, έλεγε: «Η Βασιλεία του Θεού μοιάζει με ένα πολύτιμο θησαυρό, που είναι θαμμένος σε ένα χωράφι. Όποιος μάθει ότι σ’ αυτό το χωράφι είναι θαμμένο ένα λαγήνι με λίρες, πουλάει ό,τι έχει και αγοράζει το χωράφι. Γιατί; Για να βρει την λαγήνα με τα χρυσαφικά, που είναι θησαυρός πολύτιμος. Όσοι τον βλέπουν να πουλάει όσα έχει, λένε πως παλάβωσε ο άνθρωπος, γιατί τα πουλάει όλα, τα πετάει. Αλλά αυτός ξέρει τι κάνει. Αγοράζει το χωράφι με τον πολύτιμο θησαυρό και γίνεται πάμπλουτος. Και μετά οι άνθρωποι τον μακαρίζουν και λένε: «Αυτό σημαίνει μυαλό»

Η Βασιλεία του Θεού αξίζει κάθε θυσία

Ας δούμε από τους βίους των αγίων τι σημαίνει μυαλό και εξυπνάδα.
Μαζί με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο ήταν και κάποιος άλλος, που όταν του είπαν πως θα τον βασανίσουν, επειδή είναι χριστιανός, φοβήθηκε μη χαλάσει η επιδερμίδα του. Και αρνήθηκε τον Χριστό. Τι κέρδισε; Μέχρι πότε έζησε; Χόρτασε τον κόσμο; Ο άγιος Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην πίστη και βασανίστηκε ένα ολόκληρο μήνα. Ποιος από τους δύο απόκτησε τον πολύτιμο θησαυρό, τη Βασιλεία του Θεού την ατελεύτητη;
Πώς όμως φτάνει κανείς στη Βασιλεία του Θεού; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Έχουμε ένα καρποφόρο δένδρο. Αυτό έχει ανάγκη από περιποίηση. Ποια είναι η περιποίηση;
Να το σκάψομε; Να του βάλουμε λίπασμα; Δεν φτάνει. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Άμα το αφήσεις να μεγαλώνει ανεξέλεγκτο, κάνει πολλά κλαριά και αχρηστεύεται. Τι πρέπει να κάνουμε; Να το κλαδέψουμε με επιστήμη και με γνώση. Και τότε το δένδρο αποκτά διπλάσια ζωντάνια. Το ίδιο συμβαίνει και με τον εαυτό μας. Όταν αρχίσουμε να τον κλαδεύουμε, λίγο στην αρχή, περισσότερο μετά, αποκτά ζωντάνια. Όταν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο, γεμίζει καρκινώματα. Ξεράδια. Ποια είναι τα καρκινώματα;
Πρώτα μπαίνει στην ψυχή του ανθρώπου η λαχτάρα της απόλαυσης του κόσμου τούτου. Αν ο άνθρωπος υποκύψει, παλιανθρωπεύει. Γρήγορα η αισχρότητα από το σώμα περνάει στην ψυχή. Μετά χαλάει ο άνθρωπος. Και αρχίζουν οι βλαστήμιες, η κακία, η καταφρόνηση. Δεν ενδιαφέρεται για τίποτε. «Εγώ να διασκεδάσω», λέει, «εγώ να περάσω καλά. Από κει και πέρα, τσιμέντο να γίνουν όλοι και όλα».
Ας δούμε τώρα πώς κλαδεύται και πώς καλλιεργείται ο άνθρωπος.
Θα πάμε δυο αιώνες πίσω, σε έναν άγιο. Ονομαζόταν Ιωάννης. Καταγόταν από την Μονεμβασία. Ήταν ένα παιδί δεκάξι χρονών, γυιός ιερέα. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν από λίγο. Η παπαδιά έμεινε χήρα.
Κάνουν επιδρομή οι τούρκοι και πιάνουν αιχμαλώτους για να τους πουλήσουν δούλους. Όταν στον άνθρωπο βασιλεύει η αμαρτία, πουλάει όχι μόνο ξένους αλλά και την αδελφή του και την μάνα του. Και τη γυναίκα του πουλάει μερικές φορές. Τα ζούμε αυτά πράγματα.
Πήραν οι τούρκοι την παπαδιά και τον γυιό της, τους πήγαν στη Λάρισα και τους πούλησαν δούλους. Εκεί ένας τούρκος ζήλεψε το παιδί και σκέφτηκε: «αυτό το παιδί πρέπει να το κάνω δικό μου». Και του είπε:
-Θα σε πάρω δικό μου, παιδί μου, αλλά θα γίνεις τούρκος.
-Εγώ τούρκος; λέει το παπαδόπουλο. Εγώ ξέρω τι είναι ο Χριστός και τι είναι η Εκκλησία και ξέρω ποιος δίνει τον Παράδεισο και πού είναι η αιώνια ζωή. Δεν θέλω να χάσω την αιώνια ζωή για την πρόσκαιρη.
Ο τούρκος πείσμωσε και το έδειρε. Αλλά δεν υπολόγισε ο Ιωάννης το ξυλοκόπημα. Έπειτα σε καιρό νηστείας του έδινε μόνο αρτύσιμα φαγητά. Κρέας και τα παρόμοια. Τίποτε άλλο. Ο Ιωάννης όμως δεν τα άγγιζε και ο τούρκος τον άφηνε νηστικό. «Ή θα φας κρέας ή τίποτε». Και ήταν περίοδος του δεκαπενταύγουστου. Μένει νηστικός μία ημέρα, μένει νηστικός δεύτερη… Ο πασάς ήταν θηρίο εναντίον του, έτοιμος να τον σφάξει. Πάει η παπαδιά και λέει στο γυιό της:
-Παιδάκι μου, λυπήσου τον εαυτό σου, λυπήσου και μένα την φτωχή. Άμα χαθείς και εσύ σε τι χέρια θα πεθάνω;
Της απαντάει ο Ιωάννης.
-Μητέρα εγώ είμαι παπαδόπουλο. Εγώ το νόμο του Θεού τον έμαθα. Εγώ από τον πατέρα μου άκουσα τι είναι η αιώνια ζωή και η Βασιλεία του Θεού. Επιτρέπεται μετά από τόσα που ξέρω, να κάνω τέτοιες παραβάσεις;
Συνεχίζει να τον τιμωρεί ο πασάς, τον κλαδεύει περισσότερο, βλέποντάς τον ανυποχώρητο και στο τέλος τον έσφαξε. Πριν τον σφάξει είπε στην μητέρα του που ήταν κοντά και έκλαιγε:
-Μητέρα, όταν πεθάνω, μετά από τρία χρόνια, πάρε τα λείψανά μου και να τα πας στην πατρίδα μου. Να τα βάλεις δίπλα στα κόκκαλα του πατέρα μου.
Πράγμα το οποίο έγινε. Όταν έκαναν ανακομιδή, μοσχοβολούσαν τα λείψανα του. Τα πήρε η παπαδιά και τα έθαψε δίπλα στα λείψανα του παπά, χωρίς να δώσει σημασία στην ευωδία που έβγαζαν. Μετά από μερικά χρόνια ξαναχρειάστηκε να κάνουν ανακομιδή. Όταν έβγαλαν τα λείψανα του Ιωάννη, μοσχοβόλησε ο τόπος όλος από την ευωδία που τους είχε δώσει ο Θεός, για να πιστοποιήσει τι;
Την αγιότητα που είχε αποκτήσει και ότι κληρονόμησε τη Βασιλεία των ουρανών και βρήκε τον πολύτιμο θησαυρό. Πώς τον βρήκε; Με το να μην νομίσει ότι η Βασιλεία του Θεού αξίζει όσο ένα πιάτο φαΐ, ένα κομμάτι κρέας, λίγη διασκέδαση, κάποια απόλαυση της νεότητος ή κάποια άλλη χαρά της ζωής. Αλλά να την θεωρήσει πολύτιμο θησαυρό, για τον οποίο αξίζει κάθε είδους θυσία.

Ποιόν βλάπτουμε με τη γκρίνια;

Στις αρχές του 20ου αιώνα, έζησε στη Γαλλία μια περίφημη ηθοποιός, η Εύα Λαβαγιέρ. Ήταν η μεγαλύτερη διασημότητα της εποχής της. Καθόλου παράξενο, γιατί και σήμερα πάνω από τους πρωθυπουργούς, πάνω από τους βασιλιάδες, πάνω από τους μεγάλους ευεργέτες του κόσμου, είναι κείνοι που κλωτσάνε το τόπι και κείνοι που τραγουδάνε. Οι θεατρίνοι και οι ποδοσφαιριστές. Αυτός είναι ο κόσμος.
Αλλά κάποια φορά η Λαβαγιέρ, ήρθε σε συναίσθηση. Μετανόησε και έγινε πιστή χριστιανή και μοναχή. Για την ψυχή της, για να σωθεί. Κάποτε αρρώστησε και βασανιζόταν. Πήγε λοιπόν ένας παπάς να της διαβάσει μια ευχή και να την παρηγορήσει.
-Πονάω, πάτερ, πονάω πολύ, του λέει.
Απάντησε ο παπάς:
-Μη φοβάσαι, ο πόνος όταν τον υπομένουμε είναι κλειδί για τη Βασιλεία των ουρανών. Όταν υποφέρουμε και λέμε: «δόξα σοι Κύριε για όλα, δόσ’ μου υπομονή, ε, αυτά τα λόγια είναι κλειδί για τη Βασιλεία των ουρανών»
Του λέει τότε η Εύα Λαβαγιέρ:
-Άμα πάτερ ο πόνος είναι κλειδί για τη Βασιλεία του Θεού, παρακάλεσε τον Θεό να μου δώσει όχι μόνο ένα κλειδάκι, αλλά ολόκληρη την κλειδοθήκη.
Τι ήθελε να πει; Η Βασιλεία των ουρανών είναι τόσο πολύτιμη, ώστε προκειμένου να την κερδίσω, αξίζει όχι μόνο να υποφέρω αυτό το λίγο πόνο, αλλά όσος και αν είναι, όσον και αν θέλει ο Θεός. Αυτή είναι επίγνωση τού πόσο αξίζει η Βασιλεία των ουρανών. Και αληθινά μεγάλος άνθρωπος είναι εκείνος που ξέρει να καλλιεργεί και να ξεπερνά τον εαυτό του για τη Βασιλεία των ουρανών.
Αυτό είναι το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού. Έτσι αποκτάται ο Παράδεισος. Και εμείς μερικές φορές γκρινιάζουμε στον πόνο και στις θλίψεις και χαλάμε την διάθεσή μας. Ποιόν ζημιώνουμε; Μόνο τον εαυτό μας.
Ας παρακαλέσουμε τον σωτήρα μας Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του, την ελπίδα και παρηγορία της ζωής μας, να μας δώσουν φως. Να μας δώσουν όρεξη και δύναμη για να αγωνιζόμαστε να είμαστε πάντοτε ενωμένοι με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Και ψυχικά ενωμένοι με τους αγίους, με τους εκλεκτούς του και όχι με τον κόσμο της φθοράς, της σαπίλας, της αποστασίας, του θανάτου. Αμήν.-

10/11 Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ [Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου]

 

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς
Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ.

Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο. Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, πρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.
Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας. Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com

Το βιβλίο της ζωής

 

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, λες και ειπώθηκε προφητικά για τη δική μας εποχή, έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Και ξεκινά από την αναίρεση του πιστεύματος ότι βασική προτεραιότητα και απαραίτητο στοιχείο για την ευτυχία του ανθρώπου είναι ο πλούτος.

Μιλά για τον ανώνυμο πλούσιο και τον φτωχό Λάζαρο, όχι για να κατακρίνει τον πλούτο η να υποτιμήσει και καταδικάσει τους πλούσιους, αλλά για να καταδείξει που καταντά τον άνθρωπο η εσφαλμένη θεώρηση της ζωής και η υποταγή σε θελκτικές, πλην αυτοκαταστροφικές επιθυμίες. Έτσι, στόχος της παραβολής καθίστανται όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, όταν ενεργούν έχοντας ως απόλυτη προτεραιότητα τους την προσήλωσή τους στα υλικά αγαθά, ασχέτως του αν τα έχουν αποκτήσει.

Το Ευαγγέλιο υπάρχει για να διατρανώνει την Αλήθεια, να κηρύττει ο,τι το αψευδές στόμα του Χριστού μας, αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ως γνώση υπερφυά, που κατατείνει στην ελευθερία και οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία. Γι’ αυτό και αναφέρεται στον βύσσο του πλουσίου, το πολυτελές δηλαδή μεταξωτό ρούχο που φορούσε κάτω από την πορφύρα, για να το σχίσει και ν’ αποκαλύψει την άβυσσο που αυτό καλύπτει. Όλοι θαύμαζαν τον βύσσο, όλοι θαμπωμένοι προσκυνούσαν εκείνον που τον φορούσε, σ’ ένα ανελεύθερο, παράλογο και υποκριτικό προσκύνημα. Διότι κανείς δεν εκτιμούσε εκείνον που φορούσε τον βύσσο, παρά μόνο για τον βύσσο.

Στην άβυσσο ο πλούσιος βασανίζεται απελπιστικά. Και τούτο διότι τίποτε από τα όσα είχε αγαπήσει δεν τον συνοδεύει στην αιωνιότητα. Και τότε στρέφεται σε έναν άλλον πλούσιο, τον Αβραάμ, ο οποίος όμως είχε τελείως άλλη θεώρηση για τον πλούτο, άλλες προτεραιότητες κι άλλες επιθυμίες στη ζωή του. Κι ο πλούσιος Αβραάμ διδάσκει υποθήκες ζωής, οι οποίες στον μεν πλούσιο της παραβολής είναι πλέον περιττές, ικανές μόνον να αποστομώνουν την όποια διεκδίκησή του, για εμάς όμως, που ακόμη αγωνιζόμαστε στον στίβο της ζωής αυτής, αποτελούν οδοδείκτες στην πορεία μας για μια ζωή αληθινή, γνήσια και ουσιαστική.

Μητροπολίτης Λαρίσης Ιερώνυμος Νικολόπουλος

24/11 Σχόλιο στο ευαγγέλιο Λουκάς ιη΄18-27

Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης


(Λκ. ιη΄ 18-27)
Ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶχε ἕναν πόθο, πού ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κι ἄς μήν τό ὁμολογοῦν οἱ περισσότεροι. Ποθοῦσε τήν αἰώνια ζωή. «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἴνα ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;», ρωτάει. Καί ὁ Χριστός τόν παραπέμπει στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. «Τίς ἐντολές τίς γνωρίζεις», τοῦ λέει. «Νά μήν πειράξεις ξένη γυναίκα, νά μή σκοτώσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν πάρεις ψεύτικο ὅρκο, νά τιμᾶς τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου». «Ὅλα αὐτά τά τήρησα ἀπό τά μικρά μου χρόνια», ἡ ἀπάντηση τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος περιμένει ἀπόλυτα σίγουρος, τή δικαίωση ἀπό τόν Κύριο, ἀφοῦ τόν διαβεβαιώνει ὅτι ἐφαρμόζει καλά τό νόμο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ δείχνει ἕναν ἄλλο δρόμο, τόν τέλειο νόμο τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Γιατί ἡ σωτηρία ἀπαιτεῖ ὁλοκληρωτικό δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό καί αὐτό περνᾶ ἀπαραίτητα μέσα ἀπό τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο πρός τό συνάνθρωπο.
«Ἕνα σου λείπει ἀκόμα» τοῦ λέει, «πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, μοίρασε τά στούς φτωχούς καί ἀκολούθησε μέ». Αὐτό τό δρόμο τόν ἀκολούθησαν οἱ Ἀπόστολοι πού τ’ ἄφησαν ὅλα κι ἔγιναν μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀσκητές πού ἀφιέρωσαν ὅλη τή ζωή τούς σ’ αὐτόν, οἱ μάρτυρες πού θυσίασαν τά πάντα στό ὄνομά Του. Τώρα εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ πλούσιος νέος καλεῖται ἀπό τόν Κύριο νά τόν ἀκολουθήσει, ἀφοῦ γίνει πρῶτα εὐεργετικός στό συνάνθρωπο. Συγκρούεται μέσα του ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τά πλούτη. Προφανῶς ἡ ἀγάπη του γιά τόν πλοῦτο εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τό Θεό. Γι’ αὐτό φεύγει μακριά ἀπό τό Χριστό λυπημένος. Ὁ πλοῦτος τόν δεσμεύει στή γῆ καί δέν τόν ἀφήνει νά πετάξει στόν οὐρανό γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Δέ μπορεῖ νά καταλάβει ὅτι πρέπει νά ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά γιά νά εἶναι πλήρης ἡ χαρά του, ἡ χαρά τῆς αἰώνιας ἀγάπης πού προσφέρει ἡ κοινωνία μέ τό Θεό.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅλα εὐλογημένα καί ὁ Θεός τά ἔχει δώσει ὅλα γιά ὅλους. Τονίζει ὡστόσο, ὅτι ἡ συσσώρευση τοῦ πλούτου στούς λίγους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Μακριά ἀπό τό Θεό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἔχει κάτι δικό του, τά χρήματα, τά κτήματα, τήν περιουσία του. Συσσωρεύει πλοῦτο, ἀλλά ὁ πλοῦτος δέ φέρνει τήν εὐτυχία, ἐνέχει πολλούς κινδύνους. Καλλιεργεῖ τά πάθη στόν ἄνθρωπο, τή φιλαργυρία, τόν ἐγωισμό, τήν πλεονεξία, «ἤτις ἐστίν εἰδωλολατρία», κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἡ καρδιά τοῦ πλούσιου εἶναι κλειστή, βουτηγμένη στήν ἀγωνία καί στήν ἐρημιά της. Ἴσως εἶναι καί ἄδεια, κολλημένη στά ὑλικά ἀγαθά, ἀδύναμη νά προσφέρει καί νά μοιράσει. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός στή συνέχεια μᾶς λέει πώς «δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Γιά νά καταλήξει ἀπαντώντας στήν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του, «τίς δύναται σωθῆναι;», στή φράση «τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστι». Ἐκεῖνα πού εἶναι ἀδύνατο νά γίνουν μέ τήν ἀσθενική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, αὐτά εἶναι κατορθωτά μέ τή δύναμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας ὅτι, στό δρόμο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χρειαζόμαστε τή χάρη Του. Μόνο μέ τίς δικές μας δυνάμεις τίποτε δέν μποροῦμε νά πετύχουμε, δέ μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τά πάθη μας. Εἶναι σαφής ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ἡ θεία χάρη μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τά πάθη, μᾶς κινεῖ σέ μετάνοια, μᾶς καθαρίζει, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς ζωογονεῖ, ἐνισχύει τήν ψυχή μας. Καί ἐκεῖνο πού φαίνεται ἀκατόρθωτο στήν ἀνθρώπινη προσπάθεια καί τά ἀνθρώπινα μέτρα ἐπιτυγχάνεται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά δείξει τήν ἀγαθή προαίρεσή του. Τότε ἔρχεται ὁ Κύριος, ἡ χάρη Του ὑπερνικᾶ ὅλα τά ἐμπόδια, νικᾶ τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται δυνατός. Ἀπαλλάσσεται σιγά σιγά ἀπό τά δεσμά, ἐξαγιάζεται, σκορπᾶ γύρω του τήν ἀγάπη καί τήν καλοσύνη, προχωρεῖ στό δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπελευθερώνεται ὁ πιστός πλούσιος ἀπό τή δουλεία τοῦ πλούτου καί τόν χρησιμοποιεῖ στήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καί τῶν πονεμένων. Τότε βρίσκει θησαυρό καλύτερο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη πού γεμίζει τήν καρδιά του. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πάλι, ὁ φτωχός πιστός ξέρει πῶς νά ἀντιμετωπίσει τή φτώχειά του. Γιατί δέ θά σωθεῖ ὁ φτωχός λόγω τῆς φτώχειάς του, οὔτε θά καταδικαστεῖ ὁ πλούσιος λόγω τοῦ πλούτου του. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος, πλούσιος ἤ φτωχός, ἀπό τά πάθη του καί ὁ δρόμος πρός τή σωτηρία εἶναι ἀνοιχτός. «Ἡ θεία χάρις, ἡ σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις εἴη μετά πάντων ὑμῶν» καί τότε «τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστι». Ἀμήν.

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com

Σελίδα 8 από 18