Το δένδρο της ζωής & του θανάτου [ † Χρύσω Πέππα]

 

Αυτά τα δέντρα τα συναντούμε στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Αγίας Γραφής, στην «Γένεση». Το βιβλίο αυτό μας μιλάει με λόγια απλά, όχι επιστημονικά, για την κοσμογονία. 35 Αιώνες πέρασαν από τότε που γράφτηκαν τα λόγια αυτά. Η σημερινή επιστήμη δέχεται ότι εάν εμείς, οι σημερινοί επιστήμονες θέλαμε να γράψουμε μια περίληψη της κοσμογονίας με λόγια απλά, όχι επιστημονικά. Το καλλίτερο που θα είχαμε να κάνουμε είναι να αντιγράψουμε αυτό το πρώτο κεφάλαιο της «Γενέσεως». Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αντίθεση μεταξύ της Αγίας Γραφής και των σημερινών επιστημονικών ανακαλύψεων. Αγία Γραφή και επιστήμη συμφωνούν κατά πάντα. ΄Αλλον τομέα εξετάζει η επιστήμη και άλλον η Αγία Γραφή. Εκεί όμως όπου η Αγία Γραφή αγγίζει τον επιστημονικό τομέα, λέει εκείνα τα οποία η σημερινή επιστήμη δέχεται ως αλήθεια.

Αυτό το πρώτο κεφάλαιο μας δίνει μία λύση στο θέμα εκείνο το οποίο θεωρείται ότι είναι «το αίνιγμα του Σύμπαντος». 1) Μας εισάγει την έννοια του Δημιουργού του Σύμπαντος, 2) μας εξηγεί τη γη επάνω στην οποία ζούμε, 3) μας εξηγεί τον άνθρωπο. Τα τρία αυτά τόσο μεγάλα και σημαντικά θέματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο δεν εξηγούνται τελειωτικά σε αυτό το κεφάλαιο, απλώς γίνεται μία εισαγωγή και εν σπέρματι μας λέει μερικές αλήθειες.

Δεν αποκλείει τη ζωή σε άλλα ουράνια σώματα, αυτό όμως το βιβλίο γράφτηκε για μας που ζούμε στη γη. Την εποχή που γράφτηκε η κοσμογονία του Μωϋσή όλοι οι άλλοι λαοί είχαν τερατώδεις κοσμογονίες που μιλούν για δράκους και τέρατα, αναφέρουν μυθολογικά όντα και εξηγούν τη δημιουργία του Σύμπαντος με την ανθρώπινη λογική. π.χ. Όλοι οι αρχαίοι λαοί νόμιζαν ότι η γη στηρίζεται επάνω σε ένα όν, ζώο ή αντικείμενο, στηρίζεται σε κάτι επάνω. Μόνο η Αγία Γραφή μας γράφει ότι η γη στηρίζεται στο κενό και είναι κρεμασμένη στο μηδέν ( Ιώβ κε΄ 7 ). «Εκτείνει τον βορέαν (Βόρειο Πόλο) επί το κενόν, κρεμά την γην επί το μηδέν».

Η Αγία Γραφή αρχίζει με αυτά τα τόσο απλά αλλά μεγαλειώδη λόγια ( Γεν. α΄ Ι ) «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Μία τυφλή δύναμις δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτε. Μία δύναμις για να δημιουργήσει χρειάζεται την καθοδήγηση του νου και τον έλεγχο και κυριαρχία της θελήσεως.

Το Σύμπαν δεν δημιουργήθηκε τυχαία, αλλά με το σχέδιο ενός υπερτάτου νου, κάτω από την κυριαρχία της θελήσεως αυτού του όντος. Πίσω από τη δημιουργία ανακαλύπτουμε ένα πρόσωπο αόρατο, πνευματικό και υπερβατικό.

Ο Θεός είναι άχρονος, γι’ αυτό και ποτέ δεν μας μιλάει για χρόνια και ημέρες, γιατί         ( Πέτρ. γ΄ 8 ) «Μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία». Πρώτα ο Θεός δημιουργεί τα ουράνια σώματα, το φως, διαχωρίζει τη γη από τη θάλασσα, κατόπιν το φυτικό βασίλειο, κατόπιν το ζωικό βασίλειο και τελευταία τον άνθρωπο.

Η δημιουργία του ανθρώπου

 Προκειμένου ο Θεός να δημιουργήσει όλα τα άλλα κτίσματα, ο Θεός απλώς διατάζει και ο λόγος γίνεται αμέσως έργο. π.χ. «ας γίνει φως», διατάζει ο Θεός «και εγένετο φως». Όταν πρόκειται όμως να δημιουργήσει τον άνθρωπο, ο Θεός δεν προστάζει μόνο, αλλά φαίνεται σαν να γίνεται ένα συμβούλιο με τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. ( Γεν. α΄ 26 ) «Και είπεν ο Θεός, ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ΄ ομοίωσιν ήμών».( Γεν. α΄ 27 ) «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς».

Ενώ στην αρχή λέει ότι, ας κάμωμεν τον άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών καθ’ ομοίωσιν ημών, κατόπιν εις το άλλο εδάφιο, το 27, μας λέει ότι τον εδημιούργησε μόνον κατ’ εικόνα. Γιατί αυτό; Γιατί το καθ’ ομοίωσιν εξαρτάται και από εμάς. Ο Θεός μας έδωσε το μεγάλο προνόμιο να μας δημιουργήσει κατ’ εικόνα δική του, τώρα μας αφήνει ελεύθερους, αν θέλουμε και εργαστούμε εντατικά ο Θεός  είναι έτοιμος να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε και το «καθ’ ομοίωσιν». Μας έδωσε τη δική του εικόνα, αλλά αυτό αφορά μόνο την ψυχή μας. Ο Θεός έπλασε το σώμα του ανθρώπου από το χώμα ( Γεν. β΄ 7 ) «Και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης, και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής».

Η ψυχή μας λοιπόν είναι πνεύμα, έχει λογική για να γνωρίζει και να διακρίνει εκείνα που δεν μπορούν να γνωρίσουν το άλογα ζώα. ΄Εχει νου, με τον οποίο διακρίνει τον Αόρατο Δημιουργό, έχει θέληση και ελευθερία, για να μπορεί να διαλέξει το σωστό δρόμο. Η ψυχή του Αδάμ είναι ελεύθερη, αγαθή, με κλίσεις άγιες και αγαθές διαθέσεις. Ακόμα δεν είχε φθάσει στο ύψος της τελειότητας, αυτή θα την αποκτούμε σιγά – σιγά με τη σωστή εκλογή κατά την ώρα της δοκιμασίας και την πρόοδο στην άσκηση της αρετής, και τότε θα αποκτούσε τον «καθ΄ ομοίωσιν».

Ο πρώτος άνθρωπος που επλάσθηκε από το Θεό είναι ο Αδάμ, του έλειπε όμως και ένας σύντροφος, στον οποίο να εκδηλώνει τις σκέψεις του, τη χαρά του, την αγάπη του. Το σύντροφο αυτό του έδωσε ο Θεός στο πρόσωπο της Εύας που δημιουργήθηκε από μία πλευρά του Αδάμ, για να δείξει ο Θεός ότι η γυναίκα είναι όχι ίση, αλλά ισότιμη  προς τον άνδρα. Πήρε μία πλευρά κάτω από το βραχίονα και κοντά στην καρδιά του Αδάμ και δημιούργησε την Εύα, για να δείξει ότι είναι ισότιμη και ότι ο Αδάμ έχει καθήκον να την αγαπά, σαν δικό του μέλος, σάρκα από την σάρκα του και οστό από τα οστά του.

Ο Θεός παίρνει τη γυναίκα και την δίνει στον Αδάμ, αυτός δεν την παίρνει μόνος του. Ο Αδάμ χωρίς να έχει Πατέρα και Μητέρα προφητεύει και λέει: ( Γεν. β΄ 24 ) «Ένεκεν τούτου καταλήψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού. Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». Ο δεσμός του γάμου είναι υπέροχος και υπέρτατος, ανώτερος και από αυτούς τους φυσικούς δεσμούς.

Ο Κήπος της Εδέμ

Ο Θεός ευλόγησε τον Αδάμ και την Εύα και τους έδωσε εξουσία και κυριαρχικά δικαιώματα  επάνω σε όλη τη γη και την εντολή να αποκτήσουν απογόνους ( Γεν. α΄ 28 ) «Και ευλόγησεν αυτούς (Αδάμ και Εύα) ο Θεός και είπε προς αυτούς ο Θεός, αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης».

Ο Θεός ετοιμάζει την κατοικία τους, δεν είναι κανένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο, με πλούσιο στολισμό και με εξαιρετική επίπλωση, αλλά ένας θαυμάσιος κήπος, ο Κήπος της Εδέμ, αληθινός επίγειος παράδεισος τροφής και ανέσεως. Στέγη τους ήταν ο ουρανός, με όλη την ομορφιά και τη δόξα, με τη λάμψη του ήλιου κατά την ημέρα και την απειρία των άστρων και το ασημένιο φως της σελήνης κατά τη νύχτα. Πάτωμά του ήταν η γη, η οποία ακόμα δεν είχε αγριέψει όπως έγινε αργότερα με την παρακοή, αλλά ήταν ένα περιβάλλον ήρεμο, φιλόξενο, γεμάτο από δέντρα, λουλούδια, καρπούς. ΄Ενα τέτοιο Παράδεισο δεν μπρούμε ούτε καν να τον φανταστούμε. Φροντίζει και για την τροφή τους ( Γεν. α΄ 29 ) «Και είπεν ο Θεός, ιδού σας έδωκα πάντα χόρτον κάμνοντα σπόρον........και παν δένδρον το οποίον έχει εν εαυτώ καρπόν δένδρου κάμνοντας σπόρον, τούτο θέλουσιν είσθε εις εσάς προς τροφήν».

Μέσα σε αυτόν τον Παράδεισο ( Γεν. β΄ 9 ) «Και Κύριος ο Θεός  έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν και καλόν εις την γεύσιν». Δέντρα πανύψηλα και μικρά κλαράκια και θάμνοι. Δέντρα που αντηχούσε το γλυκό κελάϊδημα των πουλιών. Δέντρα πλατύφυλλα με παχύ ίσκιο και δέντρα με λεπτά φύλλα που έρριχναν ελαφριά σκιά. Λουλούδια και φύλλα με πολλούς και διαφορετικούς χρωματισμούς και θαυμάσιες μοσκοβολιές που έριχναν ένα ευχάριστο άρωμα στον αέρα που μπορούσε να ευχαριστήσει όλες τις αισθήσεις. Τα δέντρα έφεραν επίσης και πολλούς καρπούς διαφορετικούς σε σχήμα, σε χρώμα, σε ευωδιές. Διαφορετικούς επίσης και στη νοστιμάδα και τη γλυκύτητα.


Τα δύο δέντρα στη μέση του Παραδείσου

Ξεχωριστά από όλα τα άλλα δέντρα στον τόπο που να φαίνονται καλλίτερα και να διακρίνονται από το σχήμα και το μέγεθος, αλλά και από τη θέση που ήταν φυτεμένα μέσα στον Παράδεισο, εφύτεψε ο Θεός δύο δέντρα μεγάλης σπουδαιότητας ( Γεν. β΄ 9 ) Το πρώτο λεγόταν «το δένδρον της ζωής» και το άλλο ήταν το δένδρον του θανάτου». Εκαλείτο «το δένδρον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού».

( Γεν. β΄ 16-17 ) Από τους καρπούς όλων των δέντρων μπορούσε ο άνθρωπος να φάει. Ο Θεός τον συμβούλευσε να μην φάει (δηλαδή να αφομοιώσει, να γίνει μέρος του εαυτού του), από τον καρπό του δέντρου του θανάτου. Θα ελάμβανε βέβαια γνώση και θα εγνώριζε ποιο είναι το καλό και το κακό, χωρίς όμως να το αφομοιώσει. ΄Ενας γιατρός ξέρει ότι το αρσενικό είναι ένα τρομερό δηλητήριο, ποτέ όμως δεν το δοκίμασε, γιατί αν το δοκίμαζε θα πέθαινε. Αν οι πρωτοδημιούργητοι άνθρωποι δεν έτρωγαν αυτό το φαρμακερό καρπό δεν θα πέθαιναν, θα μάθαιναν μόνο τι τρομερή δυστυχία και καταστροφή παρακολουθεί τον άνθρωπο που τρώει, δηλαδή αφομοιώνει το κακό.

Η εντολή του Θεού

( Γεν. β΄ 15 ) «Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον και έθεσεν αυτόν εν τω Παραδείσω της Εδέμ δια να εργάζεται αυτόν και να φυλάττη αυτόν». Εργαζόταν γιατί η εργασία είναι εντολή του Θεού, καλλιεργούσε τον κήπο που δεν ήταν δικός του και δεν δημιουργήθηκε μέσα σε αυτόν, αλλά ήταν το δώρο του Θεού. Εργαζόταν όπως και ο καθένας από εμάς εργάζεται στο βιοποριστικό του έργο, το επάγγελμα, την τέχνη. Εργαζόταν όμως χωρίς ιδρώτα και κόπο, χωρίς αγωνία και άγχος. Παράδεισος όμως είναι και η ψυχή του καθενός την οποία και αυτή πρέπει να την καλλιεργεί.

Η εντολή όμως του Θεού ήταν και να τον φυλάει. Εδώ έχουμε την πρώτη υπόδειξη, ότι εκτός από το άπειρο αγαθό, υπήρχε και το κακό, από το οποίο ο άνθρωπος έπρεπε να φυλάγεται, υπήρχε ένας κίνδυνος και για την ψυχή του και για τον κήπο.

Η πτώση του ανθρώπου

Στα δύο πρώτα κεφάλαια γνωρίσαμε μόνο την Πηγή του Αγαθού που είναι ο Θεός και τον άνθρωπο, άρσεν και θήλυ είναι ένας άνθρωπος. Στο τρίτο κεφάλαιο συναντούμε ένα άλλο πρόσωπο, τον πεσμένο Εωσφόρο, το σατανά. Αυτός λαμβάνει τη μορφή του φιδιού και πλησιάζει την Εύα. Δεν έχει σημασία αν ήταν ο Αδάμ ή η Εύα, πλησιάσε τον άνθρωπο ( Γεν. ε΄ 1-2 ) «Καθ΄ ήν ημέραν εποίησεν ο Θεός τον Αδάμ, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν ΄Αρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς, και ευλόγησεν αυτούς, και εκάλεσε το όνομα αυτών, Αδάμ, καθ΄ ην ημέραν εποίησεν αυτούς».

Ας δούμε τώρα τον τρόπο με τον οποίο τον εξαπάτησε: Στην αρχή το φίδι κάνει μία ερώτηση που φαίνεται αθώα και απονήρευτη, είναι όμως η πρώτη επίθεση ( Γεν. γ΄ 1 ) «Τω όντι είπεν ο Θεός, μη φάγητε από παντός δένδρου του Παραδείσου».

Ο εχθρός δεν ρωτά γιατί δεν γνωρίζει, αλλά μέσα σε αυτή την αθώα ερώτηση κρύβεται μια ύπουλη υποβολή. Σηκώνει μια αμφιβολία που αφορά την αγαθότητα του Θεού και υποβάλλει ότι κάθε περιορισμός είναι τυραννικός και σκληρός.

«Τόσα δέντρα και τόσους καρπούς είχες στη διάθεσή σου άνθρωπε, σε ένα μόνο καρπό έχεις μια μοναδική εντολή να μη τον φας γιατί απλούστατα θα σου προξενήσει το κακό και τον θάνατο». ΄Ετσι αρχίζει η συνομιλία με τον άρχοντα του κακού. Όταν όμως ο άνθρωπος αρχίζει να συζητεί και να κουβεντιάζει με το κακό, είναι βέβαιο ότι θα την πάθει, γιατί ο αρχέκακος όφις είναι πολύ πιο πονηρός και ύπουςλο και δεν μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να τα βγάλουμε πέρα μαζί του. Γι’ αυτό το καλλίτερο που έχουμε να κάνουμε είναι ποτέ να μη συζητούμε με τον άρχοντα του σκότους και ποτέ να μην ρωτάμε και αμφιβάλουμε για τις εντολές του Θεού.

Έτσι λοιπόν αρχίζει ο διάλογος. Η γυναίκα απαντά ( Γεν. γ΄ 2-3 ) «Και είπεν η γυνή προς τον όφιν, από του καρπού των δένδρων του Παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν, από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του Παραδείσου, είπεν ο Θεός, μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτό, δια να μη αποθάνητε». Η απάντηση της γυναίκας δεν είναι απόλυτα αληθινή, έβαλε πάρα πάνω από ότι είπε ο Θεός. Ο Θεός είπε «μη φάγητε» αλλά όχι «μη εγγίσητε» γιατί μόνο εάν φάμε, το αφομοιώνουμε και το κάνουμε δικό μας. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει πολλές φορές όταν ο άνθρωπος μιλάει για τους περιορισμούς που έχει βάλει ο Θεός, προσθέτει πάρα πάνω από ότι είπε ο Κύριος.

Δεύτερη επίθεση του κακού, είναι η άρνησις του λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν λέει την αλήθεια αλλά λέει ψέματα ( Γεν. γ΄ 4 ) «Και είπεν  ο όφις προς την γυναίκα, δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει». Ο περιορισμός που σας έβαλε ο Θεός δεν είναι μόνον τυραννικός αλλά και ψευδής. Ο Θεός είχε πει ( Γεν. β΄ 17 ) «Καθ΄ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξ άπαντος αποθάνει». Ο σατανάς λέει «δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει». Τώρα γίνεται η τρίτη επίθεση, η οποία είναι η πλέον ύπουλη και κακόβουλη, «όχι, δεν θα πεθάνετε» τους λέει ο όφις «εξεύρει ο Θεός ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας και θέλετε είσθε ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν».

΄Ετσι λοιπόν ο εχθρός διαστρέβλωσε την αλήθεια και τους είπε ότι ο λόγος για τον οποίον ο Θεός έθεσε τον ένα αυτό και μοναδικό περιορισμό ήταν ότι ήθελε να κρατήσει πάντοτε τον άνθρωπο σε κατώτερη κατάσταση, να μη γίνει ποτέ ίσος και όμοιος με αυτόν. Ενώ στην πραγματικότητα εάν ο Αδάμ είχε δείξει εμπιστοσύνη εις τον Θεό, τότε θα μπορούσε να φάει από τους καρπούς του δέντρου της ζωής και θα ζούσε αιώνια. Κάτω από τον υλικό καρπό ενός δέντρου κρυβόταν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που θα εδίδετο εις τον Αδάμ, εάν έμενε πιστός και θα τον έκανε αθάνατο και κατά το σώμα.

Το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι όπως μερικοί νομίζουν η σχέση του γάμου, γιατί αυτή αποτελεί ένα μυστήριο, το οποίο ο ίδιος ο Θεός ευλόγησε μέσα στον Παράδεισο πριν από την πτώση. Το λάθος του Αδάμ ήταν ότι έδειξε εμπιστοσύνη και πίστεψε στα λόγια του εχθρού, η δε εμπιστοσύνη του προς τον Θεό κλονίστηκε. Πίστεψε στην διαβολή, συκοφαντία και βλασφημία του σατανά. Πίστεψε ότι ο Θεός δεν είναι αγαθός, γιατί συνέχεια τους απαγορεύει. Ενώ στην πραγματικότητα ο Θεός θέλει να τον προφυλάξει από το κακό και τον συμβουλεύει όπως ένας αγαθός Πατέρας το παιδί του, όπως ο γιατρός τον άρρωστο, να μην κάνει ορισμένα πράγματα τα οποία θα τον βλάψουν. Για να καταλάβουμε πόσο παράλογη ήταν αυτή η σκέψη του Αδάμ, ας σκεφτούμε μόνο ότι ο Θεός τον είχε πλημμυρίσει από αγαθά. Του ετοίμασε το ωραιότερο παλάτι για κατοικία. Του έδωσε σύντροφο στη ζωή του που ήταν πλασμένη από το πλευρό του, του έδωσε πολλούς γευστικούς, χυμώδεις καρπούς σε μεγάλη ποικιλία, με ένα και μόνο περιορισμό, ένα καρπό να μη φάει, γιατί θα τον έβλαπτε.

Πίστεψε ο Αδάμ ότι ο Θεός λέει ψέματα, που Αυτός είναι η Αλήθεια. Και τελικά ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για το καλό και την ευτυχία του ανθρώπου, αλλά θέλει να βρίσκεται ο άνθρωπος στο σκοτάδι της αγνοίας, μήπως γίνει και αυτός Θεός και σηκώσει το κεφάλι κατά του Δημιουργού του.Αυτά τα τρία πράγματα πίστεψε ο Αδάμ:

  1. Ο Θεός δεν είναι αγαθός, γιατί του επιβάλλει περιορισμούς,
  2. Ο Θεός λέει ψέματα,
  3. Δεν θέλει την ευτυχία και την άνοδό του.

  Επίστεψε τις τρεις αυτές βλασφημίες και συκοφαντίες, γκρεμίστηκε μέσα στην ψυχή του η αγαθότης και η ακεραιότης του Θεού και αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα.

Τη στιγμή όμως που ο άνθρωπος, εξ απάτης βέβαια, απομακρύνθηκε από τον Θεό, έχασε τον Παράδεισο, γιατί ο Παράδεισος δεν είναι μόνο ένας τόπος, αλλά είναι προ παντός η κατάσταση της ψυχής που είναι ενωμένη με τον Θεό.

Αυτά συνέβησαν στον Παράδεισο της Εδέμ, συμβαίνουν όμως παντού και πάντοτε. Ο άνθρωπος εύκολα πιστεύει ότι ο Θεός δεν είναι αγαθός, γιατί δεν εννοεί να ταυτίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού. Ότι ο Χριστιανισμός είναι όλο απαγορεύσεις. Ότι ο λόγος του Θεού δεν λέει την αλήθεια, λέει ψέματα, ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό, εάν αγνοήσει τον ηθικό νόμο και ότι ο Θεός δεν θέλει να προοδεύσει ο άνθρωπος, αλλά συνέχεια να τον καταπιέζει, ενώ γνωρίζουμε ότι τον δημιούργησε «κατ’ εικόνα Θεού» και με την ελεύθερη εκλογή του άνθρωπος να αποκτήσει και το «καθ΄ ομοίωσιν».


Η πτώση της Εύας

Η Εύα προσέχει και πιστεύει τα συκοφαντικά λόγια που με πολλή πανουργία της υποβάλλει ο αρχέκακος όφις. Τώρα αρχίζει να περιεργάζεται το δέντρο του θανάτου ( Γεν. γ΄ 6 ) «Και είδεν η γυνή ότι το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν (πόσες φορές οι αισθήσεις μας δεν μας εξαπατούν, αντί να στηριχθεί η Εύα εις το λόγο του Θεού, στηρίχτηκε στην αίσθηση της οράσεως) και ότι ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν, και λαβούσα εκ του καρπού αυτού έφαγε και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’  εαυτής και αυτός έφαγε». Χρησιμοποιεί την λέξη έφαγαν όχι είδαν ή άγγιξαν, γιατί μόνο όταν τρώμε κάτι το αφομοιώνουμε και το κάνουμε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Η Εύα δεν πρόσεξε και δεν φυλάχτηκε και σιγά – σιγά, σκαλί με σκαλί την έφερε ο εχθρός εκεί που ήθελε ( Α΄ Ιν. β΄ 16 ) «Η επιθυμία της σαρκός (το δένδρον ήτο καλόν εις βρώσιν), η επιθυμία των οφθαλμών (ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς), και η αλαζονία του βίου (επιθυμητόν τον δένδρον ως δίδον γνώσιν)».

Η Εύα τρώει τον καρπό από το δέντρο του θανάτου

Ο διάβολος δεν έχει καμιά εξουσία να εξαναγκάσει το ελεύθερο πλάσμα του Θεού να κάνει μια πράξη. ΄Εδωσε μόνο μια δόλια και καταστρεπτική συμβουλή. Στην εξουσία της Εύας ήταν να ακούσει τη συμβουλή ή να μην την ακούσει. Μόνη της απεφάσισε να φύγει και τρώει γιατί θέλει να φάει. Πάντοτε ο άνθρωπος διατηρεί μία σχετική ελευθερία εκλογής, γιατί και ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως, που η θέλησή του σχεδόν εκμηδενίζεται, δεν θα σκοτώσει ποτέ κανένα αν δεν το θέλει.

Κατόπιν η Εύα, αφού έφαγε αυτό τον καρπό, γίνεται όργανο και παρασύρει τον Αδάμ ο οποίος και αυτός τρώει. Έφαγαν γιατί πίστεψαν ότι ο Θεός δεν είχε  φροντίσει αρκετά για την καλυτέρευση της ζωής τους. ΄Εφαγαν γιατί ζήτησαν να γίνουν και αυτοί Θεοί και ζήλεψαν την μεγαλειότητα του Θεού.

Τα ίδια πράγματα προσέφερε και ο Θεός και ο όφις. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατά την δική του εικόνα και με την ελεύθερη εκλογή του θα γινόταν και «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή όμοιος με τον Θεό, αν ακολουθούσε τον δρόμο της υπακοής και εμπιστοσύνης. Ο σατανάς του προσφέρει τα ίδια πράγματα. Να γίνουν θεοί με το να παρακούσουν τον Θεό και το αποτέλεσμα ήταν ότι μπήκε μέσα στην ανθρώπινη ζωή ο πόνος, ή πίκρα, η θλίψη, τα δάκρυα, ο θάνατος, όχι μόνο ο σωματικός που είναι απλώς ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή, αλλά προ παντός ο δεύτερος θάνατος που ονομάζεται και απώλεια, που είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεό, οπότε ο άνθρωπος χάνει όλα του τα αγαθά, αισθάνεται πως είναι γυμνός, γιατί η ψυχή του αδειάζει από τη Χάρη του Θεού. Για πρώτη φορά γνωρίζει το φόβο, που είναι ο μεγάλος εχθρός του ανθρώπου, που συνέχεια τον βασανίζει. Για πρώτη φορά γνωρίζει και το θάνατο. Τον μεν σωματικό στα παιδιά του, γιατί ο Κάϊν σκότωσε τον ΄Αβελ. Τον δε ψυχικό τον αισθάνεται αμέσως, γιατί όποιος απομακρύνεται από την Πηγή του Αγαθού και του Φωτός που είναι ο Θεός, ζει πια εξόριστος από τον Παράδεισο, μακριά από το σπίτι του Πατέρα, μέσα στο σκοτάδι, τη γύμνια, το φόβο, στερημένος από όλα τα αγαθά.

Συνέπειες της πτώσεως

Μια νέα σπορά γίνεται μέσα στις καρδιές τους, η σπορά που έκανε το δηλητήριο της παρακοής. Πρώτα γυμνώθηκαν, στερήθηκαν από τη Χάρη του Θεού και την συνεχή επικοινωνία με την Πηγή του Αγαθού. Κατόπιν ντρέπονται για την ενοχή τους. Και μπαίνει ο φόβος μέσα στην ψυχή τους, που είναι ο πικρός και φαρμακερός καρπός του δέντρου του θανάτου.

Το πρωτοδημιούργητο ζεύγος δεν πηγαίνει προς τον Θεό, αλλά ο Θεός έρχεται προς αυτό, αυτοί κρύβονται γιατί φοβούνται. Αν είναι ποτέ δυνατόν να κρυφτεί κανείς από το μάτι του Θεού ( Γεν. γ΄ 9 ) «Εκάλεσε δε Κύριος ο Θεός τον Αδάμ και είπε προς αυτόν, που είσαι»;

Ο Θεός ρωτά για την κατάσταση της ψυχής τους, «που βρίσκεσαι», έρχεται ο Θεός σαν φιλόστοργος Πατέρας να βοηθήσει τον άνθρωπο που έχει πέσει, όπως αργότερα θα ερχόταν ο Μονογενής του Υιός «ζητείσαι και σώσαι το απολωλός». Οι δύο ένοχοι δεν εξομολογούνται με ειλικρίνεια, αλλά όπως πολλές φορές συμβαίνει και σε μας, ο Αδάμ ρίχνει την αιτία στην Εύα. Τώρα μετά την πτώση την κατηγορεί, ότι αυτή τον παρέσυρε και στάθηκε η αιτία του κακού, ενώ πριν από την πτώση είπε γι’ αυτήν ( Γεν. β΄ 23 ) «Και είπεν ο Αδάμ, τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου».  Πόση διαφορά τώρα στα αισθήματα και τη συμπεριφορά του ανδρός προς την γυναίκα.

Η Εύα ρίχνει όλη την ευθύνη στο φίδι. Με απάτησε είπε. Το ότι δέχεται οτι απατήθηκε, αυτό σημαίνει ότι μετενόησε.

Απόφαση δικαιοσύνης και ελέους του Θεού

Ο Θεός δεν συζητεί με το σατανά, ενώ συζητεί με τον Αδάμ και την Εύα, δεν του θέτει καμιά ερώτηση, ούτε τον αφήνει να απολογηθεί, γιατί ξέρει ότι είναι ανώφελο. Η απόφαση του Θεού ήταν κατάρα για το φίδι, για τον Αδάμ απόφασης μαζί με έλεος, και για τη γυναίκα απόφαση που έχει όμως μέσα της το σπέρμα της λάμψης και της ελπίδας.

Το φίδι θα σέρνεται πάντοτε κάτω στη γη και θα τρώει χώμα. Δεν θα έχει τη δύναμη να πετάξει ψηλά, να γνωρίσει κάτι καλλίτερο και ανώτερο, αλλά έτσι σιχαμερό και φρικτό θα σέρνεται πάντα κάτω και θα τρέφεται μόνο με το χώμα, τίποτε το ανώτερο και το πνευματικό.

Εξαγγέλλει το πολεμικό διάταγμα. «Κηρύττω τον πόλεμο», λέει ο Θεός μεταξύ των δύο παρατάξεων, οι απόγονοι του φιδιού είναι η μία και οι απόγονοι του Υιού της Παρθένου είναι η άλλη.

Σε αυτό τον πόλεμο που δεν θα έχει ποτέ ούτε ειρήνη ούτε ανακωχή, οι απόγονοι του φιδιού θα κεντήσουν την πτέρνα, θα προξενήσουν δηλαδή πόνο περαστικό στον Υιό της Παρθένου. Αυτός δε θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού, δηλαδή θα του καταφέρει θανατηφόρο πλήγμα. Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε οι απόγονοι του Υιού της Παρθένου, βρισκόμαστε σε εχθρικό έδαφος, γι’ αυτό και καταδιωκόμεθα, ονειδιζόμαστε και βασανιζόμαστε και γι’ αυτό ο Κύριός μας «γρηγορείτε» (όπως ένας στρατός βάζει πάντοτε άγρυπνους φρουρούς μέρα και νύχτα) «και προσεύχεσθε», «ζητήσατε την βοήθειάν μου».

Η απόφαση εναντίον του Αδάμ, η γυναίκα σου σε παρεκίνησε να φας από τον καρπό του δέντρου του θανάτου, δεν σε εξεβίασε όμως. Μόνος σου το θέλησες και το έκανες. Ο Θεός δεν καταριέται τον Αδάμ, αλλά τη γη. Προηγουμένως ο Αδάμ καλλιεργούσε τον κήπο, αλλά ήταν μία εργασία ευχάριστη, μιά ανακούφιση, χωρίς κόπο και άγχος. Τώρα όμως η γη αγριεύει. Ύστερα από την κατάρα του Θεού. Η γη  αρχίζει να βλαστάνει για πρώτη φορά αγκάθια και τριβόλους (το αγκάθι είναι το σύμβολο της κατάρας του Θεού, δι’ αυτό και όταν ο Ιησούς Χριστός επάνω στο Σταυρό έγινε «κατάρα υπέρ ημών» (Γαλάτας γ΄13-14), εφόρεσε το σύμβολον της κατάρας που είναι το ακάνθινο στεφάνι. Ο Αδάμ θα τρώγει το ψωμί του με «τον ιδρώτα του προσώπου του¨, με κούραση, με λύπες και στενοχώριες, γιατί πολλές φορές η σοδειά θα καταστρέφεται, (Ρωμαίους η΄20-23) «Τη ματαιότητι η κτίσις υπετάγη…..ότι και αύτη η κτίσις ελευθερώνεται από της δουλείας της φθοράς….».

Η απόφαση ως προς τη γυναίκα είναι (Γένεσις γ΄16) « Προς δε την  γυναίκα είπεν ο Θεός, θέλω υπερπληθύνει τας λύπας σου και τους πόνους της κυοφορίας σου, με λύπας θα γεννάς τα τέκνα σου….».

Ο Θεός έδωσε όμως στην Εύα  και την ωραιότερη και λαμπρότερη ελπίδα, ότι μόνον από σένα, τη γυναίκα, θα γεννηθή ο Λυτρωτής. Με τον πόνο και τη θλίψη, τη λύπη και τα δάκρυα θα ανοίξει ο δρόμος της νίκης εναντίον του εχθρού και συνεπώς θα ήρχετο η απελευθέρωσις και η Λύτρωσις του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος έξω από τον παράδεισο

Με την ελεύθερη εκλογή του ο άνθρωπος έχασε τον Παράδεισο. Τώρα ένας άλλος δρόμος ανοίγεται μπροστά του, στενόχωρος, πικρός, φαρμακερός, που θα γεύεται συνέχεια τους καρπούς της παρακοής του που είναι η θλίψη, ο κόπος, η αρρώστια, ο θάνατος. Μαζί με τον Αδάμ βγήκαμε και όλοι από τον Παράδεισο, είμαστε εξόριστοιθ, αυτή είναι η ιστορία μας και η καταγωγή μας.

Υπάρχει όμως το Πρωτευαγγέλιον του Θεού, η λαμπρή ελπίδα, το σπέρμα της γυναικός, ο Υιός της Παρθένου. Ήλθε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός και με τη θυσία του μας άνοιξε και πάλι την πόρτα του ουρανού και έγινε ο δρόμος και η γέφυρα από την οποία αν θελήσουμε να την περάσουμε, θα φθάσουμε στην Ουράνια Πατρίδα μας, στο Παράδεισο του Θεού.

Ο Χριστός μας περιμένει!

Φτάνει να απλώσουμε το χέρι μας και Αυτός είναι έτοιμος να μας πιάσει από το χέρι και να μας οδηγήσει στην αιώνια ζωή.

Αποκάλυψις β΄7 : «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω του Θεού μου»

Αποκάλυψις κβ΄2:  «εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν ξύλον ζωής, ποιούν καρπούς δώδεκα, κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών».